εγκιβωτίζω

εγκιβωτίζω
μετ.
1) паковать, упаковывать в ящик; 2) тех кессонировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εγκιβωτίζω" в других словарях:

  • εγκιβωτίζω — 1. κλείνω μέσα σε κιβώτιο, αμπαλλάρω 2. κατασκευάζω στεγανό περίφραγμα για να αποκλείσω το νερό ώστε να θεμελιωθεί έργο, κασονάρω …   Dictionary of Greek

  • κασελιάζω — (Μ κασελιάζω) 1. τοποθετώ κάτι σε κασέλα 2. συσκευάζω εμπόρευμα μέσα σε κιβώτια, εγκιβωτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασέλα + ιάζω (πρβλ. κουρελ ιάζω, φουρτουν ιάζω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»